Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαραγκιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαραγκιά|ζω <-σα, -σμένος> [maraɲˈɟazɔ] VERB αμετάβ

1. μαραγκιάζω (φυτά):

μαραγκιάζω

2. μαραγκιάζω (μήλα):

μαραγκιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский