Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λογικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λογικ|ός <-ή, -ό> [lɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. λογικός (προικισμένος με λογικό):

λογικός

2. λογικός (μυαλωμένος, στοχαστικός):

λογικός

3. λογικός (σύμφωνα με τη λογική: συνέπεια κτλ):

λογικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский