Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λογίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λογί|ζομαι <-στηκα> [lɔˈjizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (σκέφτομαι, υπολογίζω)

λογίζομαι κάτι

II . λογί|ζομαι <-στηκα> [lɔˈjizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (θεωρούμαι)

Παραδειγματικές φράσεις με λογίζομαι

λογίζομαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский