Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιθοβόλημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιθοβόλημα [liθɔˈvɔlima] SUBST ουδ, λιθοβολισμός [liθɔvɔlizˈmɔs] SUBST αρσ

1. λιθοβόλημα (ρίξιμο πετρών):

λιθοβόλημα
Werfen ουδ von Steinen

2. λιθοβόλημα (θανάτωση):

λιθοβόλημα
Steinigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский