Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λιθάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λιθάρι [liˈθari] SUBST ουδ

1. λιθάρι (μικρή πέτρα):

λιθάρι
Steinchen ουδ

2. λιθάρι (πέτρα):

λιθάρι
Stein αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με λιθάρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский