Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λευκαντικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λευκαντικό [lɛfkandiˈkɔ] SUBST ουδ

1. λευκαντικό (γενικά: ουσία):

λευκαντικό
Bleichmittel ουδ

2. λευκαντικό (σε σαμπουάν):

λευκαντικό
Aufheller αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский