Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λευκαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . λευκ|αίνω <-ανα, -άνθηκα, -ασμένος> [lɛfˈcɛnɔ] VERB μεταβ (σεντόνι)

λευκαίνω

II . λευκαίνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский