Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυνηγώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυνηγ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciniˈɣɔ] VERB μεταβ

1. κυνηγώ (ζώο):

κυνηγώ

2. κυνηγώ (καταδιώκω):

κυνηγώ

3. κυνηγώ (διώχνω: κουνούπια, κότες, πελάτες):

κυνηγώ

4. κυνηγώ (ψάχνω να βρω):

Παραδειγματικές φράσεις με κυνηγώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский