Ελληνικά » Γερμανικά

κουτσοδόντ|ης <-ηδες> [kutsɔˈðɔndis] SUBST αρσ, κουτσοδόντα [kutsɔˈðɔnda], κουτσοδόντισσα [kutsɔˈðɔndisa] SUBST θηλ

ένας κουτσοδόντης

κουτσοδόντης ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
κουτσοδόντης

Παραδειγματικές φράσεις με κουτσοδόντης

ένας κουτσοδόντης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский