Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κορώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κορώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kɔˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. κορώνω (σίδερο):

κορώνω

2. κορώνω μτφ (εξάπτω):

κορώνω

II . κορώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kɔˈrɔnɔ] VERB αμετάβ (εξάπτομαι)

κορώνω

Παραδειγματικές φράσεις με κορώνω

ανάβω και κορώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский