Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κορμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κορμός [kɔrˈmɔs] SUBST αρσ

1. κορμός (δέντρου):

κορμός
Stamm αρσ

2. κορμός (ανθρώπου, πλοίου):

κορμός
Rumpf αρσ

3. κορμός (κίονα):

κορμός
Säulenschaft αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский