Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κονσερβαρισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κονσερβαρισμέν|ος <-η, -ο> [kɔnsɛrvarizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κονσερβαρισμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский