Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κονσέρβα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κονσέρβα [kɔnˈsɛrva] SUBST θηλ

1. κονσέρβα:

κονσέρβα
Konserve θηλ

2. κονσέρβα (το δοχείο):

κονσέρβα
Konservendose θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский