Ελληνικά » Γερμανικά

κοινοβουλευτισμός [cinɔvulɛftizˈmɔs] SUBST αρσ

εξωκοινοβουλευτικ|ός <-ή, -ό> [ɛksɔcinɔvulɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αντικοινοβουλευτικ|ός <-ή, -ό> [andicinɔvulɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский