Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοινολόγηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κοινολόγησ|η <-εις> [cinɔˈlɔjisi] SUBST θηλ

κοινολόγηση
Verbreitung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский