Ελληνικά » Γερμανικά

I . κλειδώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kliˈðɔnɔ] VERB μεταβ

1. κλειδώνω (την πόρτα):

κλειδώνω

2. κλειδώνω (έγγραφα κτλ: βάζω μέσα):

κλειδώνω

3. κλειδώνω (κάποιον):

κλειδώνω κάποιον μέσα/έξω

II . κλειδώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (σε δωμάτιο)

Παραδειγματικές φράσεις με κλειδώνω

κλειδώνω κάποιον μέσα/έξω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский