Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλείσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλείσιμο [ˈklisimɔ] SUBST ουδ

1. κλείσιμο (η πράξη):

κλείσιμο
Schließen ουδ
κλείσιμο των καταστημάτων
Ladenschluss αρσ

2. κλείσιμο (φερμουάρ, κουμπί):

κλείσιμο
Verschluss αρσ

3. κλείσιμο (διευθέτηση):

κλείσιμο
Abschluss αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κλείσιμο

κλείσιμο ουδ μεταλλείου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский