Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατοχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατοχή [katɔˈçi] SUBST θηλ

1. κατοχή (ιδιοκτησία):

κατοχή
Besitz αρσ
μερική κατοχή
Teilbesitz αρσ

2. κατοχή (κατάληψη ξένης χώρας):

κατοχή
Besetzung θηλ

3. κατοχή (ξένες στρατιωτικές δυνάμεις):

κατοχή
Besatzung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κατοχή

μερική κατοχή
Teilbesitz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский