Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατορθώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατορθώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [katɔrˈθɔnɔ] VERB μεταβ

1. κατορθώνω (καταφέρνω):

κατορθώνω

2. κατορθώνω (κάτι ιδιαίτερα δύσκολο):

κατορθώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский