Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατεχόμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατεχόμεν|ος <-η, -ο> [katɛˈxɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. κατεχόμενος ΣΤΡΑΤ:

κατεχόμενος από
κατεχόμενος από
Besatzungs-
besetztes Gebiet ουδ
die besetzten Gebiete ουδ πλ

2. κατεχόμενος (άνθρωπος: από φόβο, ορισμένη ιδέα):

κατεχόμενος από

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский