Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατευθύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατευθύν|ω <-α, -θηκα> [katɛfˈθinɔ] VERB μεταβ

1. κατευθύνω (οδηγώ):

κατευθύνω

2. κατευθύνω (βλέμμα, όπλο):

κατευθύνω σε/προς
richten auf +αιτ

3. κατευθύνω (προσοχή):

κατευθύνω σε
lenken auf +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский