Ελληνικά » Γερμανικά

καταυλισμός [katavlizˈmɔs] SUBST αρσ

καταυλισμός
Lager ουδ
καταυλισμός προσφύγων αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский