Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατατροπώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατατροπώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [katatrɔˈpɔnɔ] VERB μεταβ

1. κατατροπώνω (εχθρό):

κατατροπώνω

2. κατατροπώνω (αντίπαλο σε παιχνίδι):

κατατροπώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский