Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατασκοπ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατασκοπεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [kataskɔˈpɛvɔ] VERB μεταβ

κατάσκοπος [kaˈtaskɔpɔs] SUBST mf

Spion(in) αρσ (θηλ)

κατασκορπί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataskɔrˈpizɔ] VERB μεταβ

1. κατασκορπίζω (ρίχνω εδώ και κει):

2. κατασκορπίζω (σπαταλώ):

κατασκευή [katascɛˈvi] SUBST θηλ

2. κατασκευή (δρόμου, γέφυρας):

Bau αρσ
Baukosten πλ

3. κατασκευή (σύνολο συναρμολογήσεων, οικοδόμημα):

Konstruktion θηλ

4. κατασκευή (δομή):

Struktur θηλ

5. κατασκευή (επινόηση):

Erfindung θηλ

I . κατασκοτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [kataskɔˈtɔnɔ] VERB μεταβ (δέρνω)

II . κατασκοτώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. κατασκοτώνομαι (κουράζομαι):

2. κατασκοτώνομαι (τραυματίζομαι):

κατασφά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [kataˈsfazɔ] VERB μεταβ

κατασκευά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katascɛˈvazɔ] VERB μεταβ

1. κατασκευάζω (φτιάχνω):

2. κατασκευάζω (επινοώ):

κατασκηνώ|νω <-σα, -μένος> [katasciˈnɔnɔ] VERB αμετάβ

κατασκήνωσ|η <-εις> [kataˈscinɔsi] SUBST θηλ

1. κατασκήνωση (σύνολο σκηνών):

Zeltlager ουδ

2. κατασκήνωση (εγκατάσταση κάμπιγκ):

Campingplatz αρσ

3. κατασκήνωση (στήσιμο σκηνής):

Campen ουδ

κατασκότειν|ος <-η, -ο> [kataˈskɔtinɔs] ΕΠΊΘ

κατασκοπευτικ|ός <-ή, -ό> [kataskɔpɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский