Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: κατασκηνωτής , κατακτήτρια , κατασκηνώνω και κατασκήνωση

κατασκηνωτής (κατασκηνώτρια) [katascinɔˈtis, katasciˈnɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κατασκηνωτής (κατασκηνώτρια)
Camper(in) αρσ (θηλ)

κατακτητής [kataktiˈtis], καταχτητής [kataxtiˈtis] SUBST αρσ, κατακτήτρια [katakˈtitria] SUBST θηλ

κατασκήνωσ|η <-εις> [kataˈscinɔsi] SUBST θηλ

1. κατασκήνωση (σύνολο σκηνών):

Zeltlager ουδ

2. κατασκήνωση (εγκατάσταση κάμπιγκ):

Campingplatz αρσ

3. κατασκήνωση (στήσιμο σκηνής):

Campen ουδ

κατασκηνώ|νω <-σα, -μένος> [katasciˈnɔnɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский