Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταρρίπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατ|αρρίπτω <-έρριψα, -αρρίφτηκα> [kataˈriptɔ] VERB μεταβ

1. καταρρίπτω (αεροπλάνο):

καταρρίπτω

2. καταρρίπτω (επιχειρήματα):

καταρρίπτω

3. καταρρίπτω (ρεκόρ):

καταρρίπτω

Παραδειγματικές φράσεις με καταρρίπτω

καταρρίπτω ένα ρεκόρ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский