Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάρρευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάρρευσ|η <-εις> [kaˈtarɛfsi] SUBST θηλ

1. κατάρρευση (κτιρίου):

κατάρρευση
Einsturz αρσ

2. κατάρρευση (νευρική, σωματική, της οικονομίας κτλ):

κατάρρευση
Zusammenbruch αρσ
τραπεζική κατάρρευση
Bankkrach αρσ
χρηματιστηριακή κατάρρευση
Börsenkrach αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κατάρρευση

τραπεζική κατάρρευση
Bankkrach αρσ
χρηματιστηριακή κατάρρευση
βαρυτική κατάρρευση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский