Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: καταπιεστής , καταπιεστικός , κατακτήτρια και καταπίεση

καταπιεστής (καταπιέστρια) [katapiɛsˈtis, katapiˈɛstria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

καταπιεστής (καταπιέστρια)
Unterdrücker(in) αρσ (θηλ)

καταπιεστικ|ός <-ή, -ό> [katapiɛstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. καταπιεστικός (μέτρα κτλ):

unterdrückend, Unterdrückungs-

2. καταπιεστικός (καταθλιπτικός):

κατακτητής [kataktiˈtis], καταχτητής [kataxtiˈtis] SUBST αρσ, κατακτήτρια [katakˈtitria] SUBST θηλ

καταπίεσ|η <-εις> [kataˈpiɛsi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский