Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταναγκάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταναγκά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katanaŋˈgazɔ] VERB μεταβ

καταναγκάζω
καταναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με καταναγκάζω

καταναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский