Ελληνικά » Γερμανικά

καρβουνιάρης (καρβουνιάρισσα) [karvuˈɲaris, karvuˈɲarisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

καρβουνιάρης (καρβουνιάρισσα)
Kohlenhändler(in) αρσ (θηλ)

ταβερνιάρ|ης <-ηδες> [tavɛrˈɲaris] SUBST αρσ, ταβερνιάρισσα [tavɛrˈɲarisa] SUBST θηλ

Wirt(in) αρσ (θηλ)

καραβοκύρ|ης <-ηδες> [karavɔˈciris] SUBST αρσ, καραβοκύρισσα [karavɔˈcirisa] SUBST θηλ

1. καραβοκύρης (πλοιοκτήτης):

Schiffseigentümer(in) αρσ (θηλ)

2. καραβοκύρης (πλοίαρχος):

Kapitän αρσ

καρβουνιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [karvuˈɲazɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

καβαλάρ|ης <-ηδες> [kavaˈlaris] SUBST αρσ, καβαλάρισσα [kavaˈlarisa] SUBST θηλ

Reiter(in) αρσ (θηλ)

καρβουνόσκονη [karvuˈnɔskɔni] SUBST θηλ

καρβοϋδράση [karvɔiˈðrasi] SUBST θηλ

καρβονύλιο [karvɔˈniliɔ] SUBST ουδ

καρβονυλικ|ός <-ή, -ό> [karvɔniliˈkɔs] ΕΠΊΘ

φούρναρης <φουρνάρηδες> [ˈfurnaris], φουρνάρ|ης [furˈnaris] <-ηδες> SUBST αρσ, φουρνάρισσα [furˈnarisa] SUBST θηλ

Bäcker(in) αρσ (θηλ)

περιβολάρ|ης <-ηδες> [pɛrivɔˈlaris] SUBST αρσ, περιβολάρισσα [pɛrivɔˈlarisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский