Ελληνικά » Γερμανικά

κανονικότητα [kanɔniˈkɔtita] SUBST θηλ

κανονικότητα
κανονικότητα θηλ
Normalität θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский