Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κανονίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κανονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kanɔˈnizɔ] VERB μεταβ

2. κανονίζω (οργανώνω):

κανονίζω

3. κανονίζω (προσκομίζω):

κανονίζω

4. κανονίζω (μαλώνω κάποιον):

5. κανονίζω οικ (σκοτώνω):

κανονίζω

Παραδειγματικές φράσεις με κανονίζω

κανονίζω την κυκλοφορία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский