Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοσυνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλοσυν|εύω <-εψα> [kalɔsiˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

1. καλοσυνεύω (άνθρωπος):

καλοσυνεύω

2. καλοσυνεύω (καιρός):

καλοσυνεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский