Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοστεκούμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλοστεκούμεν|ος <-η, -ο> [kalɔstɛˈkumɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. καλοστεκούμενος (οικονομικά):

καλοστεκούμενος

2. καλοστεκούμενος (από υγεία):

καλοστεκούμενος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский