Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοκαρδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . καλοκαρδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kalɔkarˈðizɔ] VERB μεταβ (χαροποιώ)

καλοκαρδίζω

II . καλοκαρδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kalɔkarˈðizɔ] VERB αμετάβ (ευχαριστιέμαι)

καλοκαρδίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский