Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοκαιριάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλοκαιριά|ζω <-σα> [kalɔcɛˈri̯azɔ] VERB αμετάβ

1. καλοκαιριάζω (περνώ το καλοκαίρι):

καλοκαιριάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский