Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθιέρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθιέρωσ|η <-εις> [kaθiˈɛrɔsi] SUBST θηλ

1. καθιέρωση (ορισμός):

καθιέρωση
Festlegung θηλ

2. καθιέρωση (νέας μεθόδου):

καθιέρωση
Einführung θηλ

3. καθιέρωση ΘΡΗΣΚ:

καθιέρωση
Weihung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский