Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθίζηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθίζησ|η <-εις> [kaˈθizisi] SUBST θηλ

1. καθίζηση ΓΕΩΛ:

καθίζηση
Erdrutsch αρσ

2. καθίζηση (συσσώρευση ιζήματος):

καθίζηση

Παραδειγματικές φράσεις με καθίζηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский