Ελληνικά » Γερμανικά

ιταλικ|ός <-ή, -ό> [italiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ιταλόφιλ|ος <-η, -ο> [itaˈlɔfilɔs] ΕΠΊΘ

βιταλισμός [vitalizˈmɔs] SUBST αρσ

βιταλιστής (βιταλίστρια) [vitalisˈtis, vitaˈlistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

βιταλιστικ|ός <-ή, -ό> [vitalistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ιταλοφιλία [italɔfiˈlia] SUBST θηλ

Ιταλός (Ιταλίδα) [itaˈlɔs, itaˈliða] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский