Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ισοζυγιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ισοζυγιά|ζω [isɔziˈjazɔ], ισοζυγί|ζω [isɔziˈjizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB μεταβ (ισορροπώ)

ισοζυγιάζω

II . ισοζυγιάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. ισοζυγιάζομαι (βρίσκω την ισορροπία):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский