Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιμπρεσιονισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιμπρεσιονισμός

ιμπρεσιονισμός s. εμπρεσιονισμός

Βλέπε και: εμπρεσιονισμός

εμπρεσιονισμός [ɛmbrɛsçɔnizˈmɔs], ιμπρεσιονισμός [imbrɛsçɔnizˈmɔs] SUBST αρσ

εμπρεσιονισμός [ɛmbrɛsçɔnizˈmɔs], ιμπρεσιονισμός [imbrɛsçɔnizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский