Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ίνδαλμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ίνδαλμα [ˈinðalma] SUBST ουδ

1. ίνδαλμα (φανταστική εικόνα):

ίνδαλμα
Abbild ουδ

2. ίνδαλμα (άνθρωπος, ως αντικείμενο λατρείας):

ίνδαλμα
Idol ουδ

3. ίνδαλμα (πλάνη):

ίνδαλμα
Illusion θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский