Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για ιδιόρρυθμος στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδιόρρυθμ|ος <-η, -ο> [iðiˈɔriθmɔs] ΕΠΊΘ

1. ιδιόρρυθμος (ιδιότυπος):

ιδιόρρυθμος

2. ιδιόρρυθμος (παράξενος):

ιδιόρρυθμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский