Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδιοποιούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδιοποι|ούμαι <-ήθηκα> [iðiɔpiˈumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. ιδιοποιούμαι:

ιδιοποιούμαι
sich δοτ aneignen

2. ιδιοποιούμαι (παράνομα):

ιδιοποιούμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский