Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θωρακίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θωρακί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θɔraˈcizɔ] VERB μεταβ

1. θωρακίζω (όχημα):

θωρακίζω

2. θωρακίζω (ηλεκτρομαγνητικά):

θωρακίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский