Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θηκιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θηκιά|ζω <-σα> [θiˈcazɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με θηκιάζω

θηκιάζω το σπαθί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский