Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευκίνητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευκίνητ|ος <-η, -ο> [ɛfˈcinitɔs] ΕΠΊΘ (σβέλτος)

ευκίνητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский