Ελληνικά » Γερμανικά

συνεργάτης [sinɛrˈɣatis] SUBST αρσ, συνεργάτρια [sinɛrˈɣatria], συνεργάτισσα [sinɛrˈɣatisa] SUBST αρσ/θηλ

ευεργετικ|ός <-ή, -ό> [ɛvɛrjɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ευεργεσία [ɛvɛrjɛˈsia] SUBST θηλ (πράξη)

ευεργετ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛvɛrjɛˈtɔ] VERB μεταβ

ευεργέτημα [ɛvɛrˈjɛtima] SUBST ουδ

1. ευεργέτημα (ευεργεσία):

Wohltat θηλ

πρωτεργάτης [prɔtɛrˈɣatis] SUBST αρσ, πρωτεργάτισσα [prɔtɛrˈɣatisa], πρωτεργάτρια [prɔtɛrˈɣatria] SUBST θηλ

ευεργέτης (ευεργέτισσα) [ɛvɛrˈjɛtis, ɛvɛrˈjɛtisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ευεργέτης (ευεργέτισσα)
Wohltäter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский