Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευεργέτημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευεργέτημα [ɛvɛrˈjɛtima] SUBST ουδ

1. ευεργέτημα (ευεργεσία):

ευεργέτημα
Wohltat θηλ

2. ευεργέτημα ΝΟΜ:

ευεργέτημα
Rechtswohltat θηλ
ευεργέτημα πενίας

Παραδειγματικές φράσεις με ευεργέτημα

ευεργέτημα ουδ πενίας
ευεργέτημα πενίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский