Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερεθίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερεθί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛrɛˈθizɔ] VERB μεταβ

1. ερεθίζω (διεγείρω κάτι ευαίσθητο):

ερεθίζω

2. ερεθίζω (νευριάζω):

ερεθίζω

3. ερεθίζω (διεγείρω σεξουαλικά):

ερεθίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский